κατεψυγμένα

κατεψυγμένα
κατεψῡγμένα , καταψύχω
cool
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κατεψῡγμένᾱ , καταψύχω
cool
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κατεψῡγμένᾱ , καταψύχω
cool
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιστ Λόντoν — (αγγλ. East London, αφρ. Oos Londen). Πόλη (463.200 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου (Eastern Cape, 169.580 τ. χλμ., 7.132.141 κάτ. το 2002). Ιδρύθηκε το 1846 με την ονομασία Πορτ Ρεξ στην… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεβιδέο — (Montevideo) Πόλη (1.360.258 κάτ. το 2001), πρωτεύουσα της Ουρουγουάης· διοικητικά είναι διαμέρισμα (έκταση 530 τ. χλμ.) και συγκεντρώνει σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας. Χτισμένη στη βόρεια όχθη του Ρίο ντε λα Πλάτα, γύρω από τον ομώνυμο… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • αλίευμα — το, ατος 1. η αλιεία (βλ. λ.). 2. το σύνολο των πιασμένων ψαριών: Τα αλιεύματα πουλιούνται νωπά ή κατεψυγμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”