καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… … Dictionary of Greek
Ιστ Λόντoν — (αγγλ. East London, αφρ. Oos Londen). Πόλη (463.200 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας στην επαρχία του Ανατολικού Ακρωτηρίου (Eastern Cape, 169.580 τ. χλμ., 7.132.141 κάτ. το 2002). Ιδρύθηκε το 1846 με την ονομασία Πορτ Ρεξ στην… … Dictionary of Greek
Μοντεβιδέο — (Montevideo) Πόλη (1.360.258 κάτ. το 2001), πρωτεύουσα της Ουρουγουάης· διοικητικά είναι διαμέρισμα (έκταση 530 τ. χλμ.) και συγκεντρώνει σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας. Χτισμένη στη βόρεια όχθη του Ρίο ντε λα Πλάτα, γύρω από τον ομώνυμο… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
αλίευμα — το, ατος 1. η αλιεία (βλ. λ.). 2. το σύνολο των πιασμένων ψαριών: Τα αλιεύματα πουλιούνται νωπά ή κατεψυγμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)